θινώδη

θινώδη
θινώδης
like a sandy beach
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
θινώδης
like a sandy beach
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
θινώδης
like a sandy beach
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Φεζάν — (η αρχαία Φαζανία). Ιστορική περιοχή της Λιβύης, της οποίας αποτέλεσε από το 1951, έτος της ανεξαρτησίας της χώρας, μέχρι το 1963, όταν εφαρμόστηκε το νέο σύνταγμα της Λιβύης, μια από τις τρεις ομόσπονδες ενότητες μαζί με την Τριπολίτιδα και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”